QUAE NOCENT SAEPE DOCENT (*): Ήρθε η ώρα του Καραμανλή;
Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από τη Νέα Δημοκρατία: το φάντασμα της κυβέρνησης Καραμανλή! Καθώς το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης πορεύεται προς το συνέδριο του, είναι εμφανής μια απροθυμία να συζητηθούν σε βάθος τόσο τα έργα και οι ημέρες της γαλάζιας διακυβέρνησης όσο και τα αίτια της ήττας.
Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν τυχαία. Πράγματι ο τέως πρωθυπουργός υποθήκευσε εν μέρει με τις στρατηγικές επιλογές του τη μετεκλογική πορεία της ΝΔ:
α) Απονεύρωσε εν πολλοίς την έννοια του «καραμανλισμού», η οποία ήταν ταυτισμένη με μια ρεαλιστική πολιτική αποτελεσματικής διαχείρισης των προβλημάτων της χώρας.
β) Ακολούθησε -μετά την ήττα- την πολιτική τού «άδειου αρχηγικού θώκου» που υποχρέωσε τους διαδόχους του να του ζητήσουν να παραμείνει ως εγγυητής της εσωκομματικής εκλογικής αναμέτρησης και έτσι αποπροσανατόλίσε τη συζήτηση για τα αίτια της γαλάζιας συντριβής, στρέφοντας το ενδιαφέρον στα διαδικαστικά θέματα. Με αυτόν τον τρόπο εξασφάλισε ότι τα πεπραγμένα του θα παραμείνουν στο απυρόβλητο τουλάχιστον από τους διεκδικητές της ηγεσίας και τους συνεργάτες τους.
γ) Επέλεξε προεκλογικά μια «υπεύθυνη» στάση (αλλά μόνο λίγες βδομάδες πριν από την παράδοση της εξουσίας στο ΠΑΣΟΚ), υποχρεώνοντας το διάδοχο του στη ΝΔ να υιοθετήσει εν μέρει αντίστοιχη επιχειρηματολογία για να δικαιώσει κατά κάποιο τρόπο την επιλογή του προκατόχου του.
Το «ρεμπελιό των ποπολάρων» της γαλάζιας βάσης που οδήγησε στην πανηγυρική εκλογή Σαμαρά δεν είχε ως μόνο ελατήριο την αλλαγή αρχηγού. Πρωταρχικά εξέφραζε μια έντονη επιθυμία αναγέννησης, μια απαίτηση για καινούρια αρχή πέρα από την παραδοσιακή πολιτική κουλτούρα της ΝΔ. Σε αυτό το νέο κεφάλαιο της ιστορίας της κεντροδεξιάς δεν χωρούν η ανικανότητα, ο λαϊκισμός, οι αυταρχικές συμπεριφορές, η φαυλότητα, η υποψία ανάμειξης στελεχών σε σκάνδαλα, οι κλειστές πόρτες των υπουργικών γραφείων, οι καμαρίλες, ο κυβερνητισμός, η εξυπηρέτηση ιδιοτελών κομματικών συμφερόντων, η έλλειψη αποφασιστικότητας, η μετριοκρατία, η ανάδειξη της εξουσίας σε αυτοσκοπό, η αναποτελεσματικότητα στη διαχείριση, η παθολογική φοβία του πολιτικού κόστους που λιγότερο ή περισσότερο σημάδεψαν ιδίως το λυκόφως της προηγούμενης διακυβέρνησης. Το εκλογικό ακροατήριο της ΝΔ δήλωσε ρητά την αποδοκιμασία του για το πρόσφατο κυβερνητικό παρελθόν της παράταξης και διατράνωσε τη μηδενική ανοχή του στην αποκοπή της ηγεσίας από τη βάση.
Μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, η ΝΔ αντιμετώπισε δύσπιστα και αμήχανα τις ιδεολογικές διαμάχες και ασχολήθηκε κυρίως με την πολιτική πρακτική. Στη νέα εποχή του, το κόμμα καλείται να διαλύσει το ιδεολογικό νεφέλωμα του μεσαίου χώρου, να γίνει φορέας διακριτού πολιτικού προγράμματος και όχι κυβερνητικής διαχείρισης που κλίνει προς το «μέσον» του πολιτικού φάσματος αλλά κατ’ ουσίαν στο κενό.
Η πρόκληση για τη ΝΔ -ενόψει του επόμενου συνεδρίου της- θα είναι να μετεξελιχθεί σταδιακά σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κεντροδεξιό κόμμα, να εκκινήσει το διάλογο για τα αίτια της ήττας, να συνδράμει την αποσαφήνιση των ιδεολογικών της θέσεων και να μπολιάσει το κόμμα με μια κυβερνητική προοπτική ωφέλιμη για τον τόπο.
Είναι πρόδηλο πως μια τέτοια ανοικτή και ειλικρινής συζήτηση δε συνάδει ούτε με την τοποθέτηση στο απυρόβλητο της κριτικής προσώπων που συντέλεσαν στη δραματική εκλογική απαξίωση της παράταξης ούτε με την ασυλία τους κατά την απόδοση ευθυνών, όσο βαρύ επώνυμο κι αν αυτά φέρουν.
(*) Ό,τι πονάει, συχνά διδάσκει.
Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν τυχαία. Πράγματι ο τέως πρωθυπουργός υποθήκευσε εν μέρει με τις στρατηγικές επιλογές του τη μετεκλογική πορεία της ΝΔ:
α) Απονεύρωσε εν πολλοίς την έννοια του «καραμανλισμού», η οποία ήταν ταυτισμένη με μια ρεαλιστική πολιτική αποτελεσματικής διαχείρισης των προβλημάτων της χώρας.
β) Ακολούθησε -μετά την ήττα- την πολιτική τού «άδειου αρχηγικού θώκου» που υποχρέωσε τους διαδόχους του να του ζητήσουν να παραμείνει ως εγγυητής της εσωκομματικής εκλογικής αναμέτρησης και έτσι αποπροσανατόλίσε τη συζήτηση για τα αίτια της γαλάζιας συντριβής, στρέφοντας το ενδιαφέρον στα διαδικαστικά θέματα. Με αυτόν τον τρόπο εξασφάλισε ότι τα πεπραγμένα του θα παραμείνουν στο απυρόβλητο τουλάχιστον από τους διεκδικητές της ηγεσίας και τους συνεργάτες τους.
γ) Επέλεξε προεκλογικά μια «υπεύθυνη» στάση (αλλά μόνο λίγες βδομάδες πριν από την παράδοση της εξουσίας στο ΠΑΣΟΚ), υποχρεώνοντας το διάδοχο του στη ΝΔ να υιοθετήσει εν μέρει αντίστοιχη επιχειρηματολογία για να δικαιώσει κατά κάποιο τρόπο την επιλογή του προκατόχου του.
Το «ρεμπελιό των ποπολάρων» της γαλάζιας βάσης που οδήγησε στην πανηγυρική εκλογή Σαμαρά δεν είχε ως μόνο ελατήριο την αλλαγή αρχηγού. Πρωταρχικά εξέφραζε μια έντονη επιθυμία αναγέννησης, μια απαίτηση για καινούρια αρχή πέρα από την παραδοσιακή πολιτική κουλτούρα της ΝΔ. Σε αυτό το νέο κεφάλαιο της ιστορίας της κεντροδεξιάς δεν χωρούν η ανικανότητα, ο λαϊκισμός, οι αυταρχικές συμπεριφορές, η φαυλότητα, η υποψία ανάμειξης στελεχών σε σκάνδαλα, οι κλειστές πόρτες των υπουργικών γραφείων, οι καμαρίλες, ο κυβερνητισμός, η εξυπηρέτηση ιδιοτελών κομματικών συμφερόντων, η έλλειψη αποφασιστικότητας, η μετριοκρατία, η ανάδειξη της εξουσίας σε αυτοσκοπό, η αναποτελεσματικότητα στη διαχείριση, η παθολογική φοβία του πολιτικού κόστους που λιγότερο ή περισσότερο σημάδεψαν ιδίως το λυκόφως της προηγούμενης διακυβέρνησης. Το εκλογικό ακροατήριο της ΝΔ δήλωσε ρητά την αποδοκιμασία του για το πρόσφατο κυβερνητικό παρελθόν της παράταξης και διατράνωσε τη μηδενική ανοχή του στην αποκοπή της ηγεσίας από τη βάση.
Μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, η ΝΔ αντιμετώπισε δύσπιστα και αμήχανα τις ιδεολογικές διαμάχες και ασχολήθηκε κυρίως με την πολιτική πρακτική. Στη νέα εποχή του, το κόμμα καλείται να διαλύσει το ιδεολογικό νεφέλωμα του μεσαίου χώρου, να γίνει φορέας διακριτού πολιτικού προγράμματος και όχι κυβερνητικής διαχείρισης που κλίνει προς το «μέσον» του πολιτικού φάσματος αλλά κατ’ ουσίαν στο κενό.
Η πρόκληση για τη ΝΔ -ενόψει του επόμενου συνεδρίου της- θα είναι να μετεξελιχθεί σταδιακά σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κεντροδεξιό κόμμα, να εκκινήσει το διάλογο για τα αίτια της ήττας, να συνδράμει την αποσαφήνιση των ιδεολογικών της θέσεων και να μπολιάσει το κόμμα με μια κυβερνητική προοπτική ωφέλιμη για τον τόπο.
Είναι πρόδηλο πως μια τέτοια ανοικτή και ειλικρινής συζήτηση δε συνάδει ούτε με την τοποθέτηση στο απυρόβλητο της κριτικής προσώπων που συντέλεσαν στη δραματική εκλογική απαξίωση της παράταξης ούτε με την ασυλία τους κατά την απόδοση ευθυνών, όσο βαρύ επώνυμο κι αν αυτά φέρουν.
(*) Ό,τι πονάει, συχνά διδάσκει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου