Διαπραγματευτικά Πρεσπογραφήματα
Θεόδωρος Κουτρούκης
Δεν είμαι διεθνολόγος, ούτε ειδικός στο Μακεδονικό ζήτημα. Ούτε
μπορώ να κρίνω με το μάτι του ειδικού το περιεχόμενο μιας συμφωνίας.
Ωστόσο, θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω μερικές παρατηρήσεις για
τη διαδικασία που οδήγησε στη Συμφωνία των Πρεσπών, από την οπτική γωνία των
διαπραγματεύσεων. Είναι πρόδηλο ότι το υλικό για τις παρακάτω σκέψεις προέρχεται
από ότι έγινε γνωστό στον τύπο και όχι από την εμβριθή μελέτη του φακέλου της εν
λόγω διαπραγματευτικής διαδικασίας.
Ας ξεκινήσουμε με το χρόνο,
που συνιστά κρισιμότατο παράγοντα σε μια διαπραγμάτευση. Η επιλογή του timing της διαπραγμάτευσης με στόχο τη λύση θα
έπρεπε να γίνει τη στιγμή που η χώρα ήταν σε υψηλή στάθμη διαπραγματευτικής
δύναμης, Αν το 2008 στο Βουκουρέστι η Ελλάς ήταν μια χώρα ισχυρή που είχε
διανύσει σχεδόν μια 15ετία συνεχούς ανάπτυξης, συμμετείχε στην Ευρωζώνη και
είχε -λίγα χρόνιά νωρίτερα- οργανώσει επιτυχείς Ολυμπιακούς Αγώνες δε συνεβαινε
το ίδιο και σήμερα. Παρά το γεγονός ότι η αντίπαλη διαπραγματευτική ομάδα το
2018 θεωρούνταν πιο διαλλακτική από ότι πριν δέκα χρόνια, η Ελλάδα ήταν πλέον μια
χώρα, στην οποία είχε συντελεστεί μεγάλη πτώση του ΑΕΠ και επιπλέον βρισκόταν
σε ασφυκτική δανειακή εξάρτηση από τους πιστωτές της. Αν η χώρα μας δεν πέτυχε
το στόχο της το 2008, θα ήταν πολύ δυσκολότερο να τον πετύχει το 2018. Η
οικονομική κρίση έχει καταστήσει την Ελλάδα πολύ πιο ευάλωτη στις εξωτερικές
πιέσεις λόγω μειωμένης διαπραγματευτικής ισχύος.
Κι ας δούμε στη συνέχεια το ζήτημα της διαπραγματευτικής δύναμης. Πέραν της δυσμενούς οικονομικής
συγκυρίας, αν η Ελλάδα ήθελε να πετύχει το maximum των στόχων της θα έπρεπε να
διασφαλίσει μια ευρύτατη πολιτική συναίνεση έναντι του άλλου μέρους. Η χώρα δε
σύστησε ένα ενιαίο και αρραγές εθνικό μέτωπο στη διαπραγμάτευση, με συνέπεια να
συρρικνωθεί η διαπραγματευτική ισχύς της.
Αναφορικά με τους στόχους,
δεν μπορώ να γνωρίζω τον στόχο που είχε θέσει η ελληνική διαπραγματευτική
ομάδα. Ωστόσο, ο στόχος της χώρας ήταν ασαφής. Άλλοι θεωρούσαν ότι στόχος είχε
τεθεί στο Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών του 1992 (καμία χρήση του όρου «Μακεδονία») και άλλοι ότι ο στόχος είχε
τεθεί στο 2008 στο Βουκουρέστι (σύνθετη ονομασία). Ακόμη και το
διαπραγματευτικό φάσμα (ΖΟΡΑ), που ορίζεται από τα σημεία αντίστασης των δύο μερών (κόκκινες γραμμές) ήταν δυσδιάκριτο
στην ελληνική πλευρά. Αυτή η αμφιθυμική προσέγγιση του θέματος , έπληξε την εθνική
μας διαπραγματευτική ομάδα κι εμπόδισε τη συστράτευσή του λαού πίσω από την
κυβέρνηση του προς ένα σαφή στόχο.
Τέλος, όσον αφορά την καλύτερη
δυνατή εναλλακτική σε μια διαπραγματευόμενη συμφωνία της χώρας μας (ΒΑΤΝΑ) ), τα πράγματα ήταν απλά. Στις (n) εναλλακτικές συμφωνημένες λύσεις μιας
διαπραγματευτικής διαδικασίας θα πρέπει να προτίθεται πάντοτε και η (n+1) επιλογή δηλ. η μη επίτευξή συμφωνίας. Η
ελληνική πλευρά δεν συζήτησε ποτε ειλικρινα και σε βάθος αν η μη λύση του θέματος (ιδίως στο πλαίσιο
του ΟΗΕ), δηλ. η αποχώρηση από τη συζήτηση για σύνθετη ονομασία, θα ήταν
προτιμότερη, από την όποια διαπραγματευτικά εφικτή λύση.
Με άλλα λόγια, η διαπραγματευτική ομάδα συνομολόγησε μια συμφωνία
διαμέσου μιας διαδικασίας που δεν αξιοποίησε στο μέγιστο βαθμό όλα τα δυνητικά διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα της
χώρας.
Συνεπώς, η όποια συμφωνία μπορούσε να πετύχει θα ήταν σε ένα
βαθμό καλύτερη, αν εξαρχής ενεργούσε με ορθότερη προσέγγιση της διαπραγμάτευσης,
ενώ αμφίβολο είναι αν το κόστος ευκαιρίας
(της μη λύσης) λήφθηκε υπόψη στην κατάστρωση της διαπραγματευτικής στρατηγικής της
ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου