Μπορούν οι εργασιακές συμφωνίες να αμφισβητήσουν τον Κοπέρνικο;


Θεόδωρος Α.Κουτρούκης







Κατά καιρούς επανέρχεται στο δημόσιο διάλογο η πρόταση να προσδιορίζονται οι όροι αμοιβής και εργασίας από συμφωνίες εργαζομένων και εργοδοτών, παραπέμποντας στην ελευθερία των εμπλεκομένων στην παραγωγική διαδικασία να καθορίσουν τις συνθήκες απασχόλησης με διμερείς συμφωνίες.
Μολονότι αυτή η εξέλιξη φαίνεται αρχικά πως συνάδει με τις θεμελιώδεις αρχές της κοινωνικής εταιρικότητας, θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν αναφερόμαστε σε διμερείς συμφωνίες για πολλους λόγους.
Πρώτον, μπορει οι συνταγματική και η έννομη τάξη να αφήνουν μεγάλα περιθώρια στους κοινωνικούς συνομιλητές να καθορίσουν τις εργασιακές σχέσεις, αυτά τα περιθώρια όμως δεν είναι ανεξέλεγκτα. Μια σειρά από ζητήματα όπως το ωράριο εργασίας, η ανασφάλιστη εργασία, η τήρηση ελάχιστών κανόνων στο εργασιακό περιβάλλον, τα συνταξιοδοτικά ζητήματα, οι ελάχιστες αμοιβές κ.λπ. προσδιορίζονται κατ’ ελάχιστο από το Κράτος.
Δεύτερον, η φιλοσοφία του κοινωνικού διάλογου απαιτεί εργατικές και εργοδοτικές οργανώσεις που θα διαθέτουν αντιπροσωπευτικότητα και αυθεντικότητα στην εκπροσώπηση και ικανότητα δέσμευσης, διαφορετικά οι συμφωνίες-παράγωγα τους μετατρέπονται σε φενάκη. Ειδικά από την πλευρά των εργαζομένων, το ρόλο του συνομιλητή συνηθως αναλαμβάνουν τα εργατικά συνδικάτα, που διαθέτουν την εμπειρία, την παράδοση, τη νοοτροπία και την αντίληψη των εργασιακών σχέσεων, που απαιτούνται  για την δρομολόγηση γνήσιων διαδικασιών κοινωνικής εταιρικότητας.
Στις περιπτώσεις που έχει επιλεγεί άλλος διαπραγματευτής, τα αποτελέσματα ήταν μερικές φορές παράδοξα. Για παράδειγμα, δεν είναι αμελητέες οι περιπτώσεις των εργασιακών διαβουλεύσεων σε πολυεθνικές επιχειρήσεις, όταν την εκπροσώπηση του Μάνατζμεντ  αναλαμβάνει ο Διευθυντής Ανθρώπινων Πόρων, ενώ των Εργαζομένων ο βοηθός του (ως εργαζόμενος κι αυτός). Η πρόσφατη, εξάλλου, ελληνική εμπειρία, των επιχειρησιακών διαπραγματεύσεων έδειξε μια εντυπωσιακή αύξηση των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων, όταν μετά το 2011 θεσπίστηκε το δικαίωμα σύναψης ανάλογων συμφωνιών σε κάποιες αμφιλεγόμενες «Ενώσεις Προσώπων». Μόλις στο 0,7% αυτών των συμβάσεων πρόβλεψαν αυξήσεις αποδοχών του προσωπικού, ενώ περί τα 2/3 των συμφωνιών προέβλεπαν μείωση των εργατικών αμοιβών και παράκαμψη ευνοϊκότερών κλαδικών ή ομοιοεπαγγελματικών συλλογικών συμβάσεων.      
Τρίτον, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις για τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας, απαιτούν μια ισορροπία διαπραγματευτικής ισχύος. Αν τα δύο μέρη διαθέτουν μεγάλη ανισότητα στη διαπραγματευτική δύναμή, τότε η δυναμική του κοινωνικού διαλόγου ευνουχίζεται και τα αποτελέσματα του μπορεί να παραγάγουν σοβαρές στρεβλώσεις.
Για αυτό το λόγο απαιτείται μεγάλη προσοχή στον προσδιορισμό των πεδίων, των αντικειμένων και των συνομιλητών του κοινωνικού διαλόγου. Διαφορετικά ενδέχεται το μέλλον να μας φέρει εργασιακές συμφωνίες, όπου θα αμφισβητούνται ακόμη και τα θεμελιώδη προτάγματα των εργασιακών σχέσεων ή ακόμη και θα συμφωνείται από τα μέρη – ως ένδειξή πυγμής της ισχυρής πλευράς- ότι ο Ήλιος περιστρέφεται γύρω από τη Γη.     



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Κεϋνσιανισμός σήμερα

Χριστιανισμός και Συνδικάτα

5 Ιουλίου 2015: Πονηριές της Ιστορίας ή Ιστορία των Πονηρών;